- κτέατα
- κτέαρneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτέατ' — κτέατα , κτέαρ neut nom/voc/acc pl κτέατι , κτέαρ neut dat sg κτέατε , κτέαρ neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτειρα — κτεάτειρα, ἡ (Α) η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά τειρα, αντί τών *κτήτειρα, *κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση τού τ. κτέατα] … Dictionary of Greek